- ενθράσσω
- ἐνθράσσω, αττ. τ. ἐνθράττω (Α)ιων. τ. τού ενταράσσω1. κεντώ, νύσσω, προκαλώ νυγμό2. υποκινώ, ταράσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθράσσει — ἐνθράσσω prick pres ind mp 2nd sg ἐνθράσσω prick pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθράττειν — ἐνθράσσω prick pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενταράσσω — ἐνταράσσω, αττ. τ. ἐνταράττω, ιων. τ. ἐνθράσσω (Α) ανακινώ ταράζω … Dictionary of Greek